ψηλαφῶντας

ψηλαφῶντας
ψηλαφάω
feel
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • αναψηλαφώ — (Μ ἀναψηλαφῶ, έω) 1. ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω 2. ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ …   Dictionary of Greek

  • ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • παραψηλαφώ — άω, Α ψάχνω ψηλαφώντας ιδίως μέσα στο σκοτάδι …   Dictionary of Greek

  • προσεμματεύω — και προσεμβατεύω Α βάζω κάπου το χέρι μου ψηλαφώντας («γυναικὸς ἔτι προσεμματεύοντα τὸν μοιχὸν ἔνδον ἐχούσης», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβατεύω «εισέρχομαι, ερευνώ, επιβαίνω». Ο τ. προσεμματεύω πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ἐμματῶ «ψηλαφώ,… …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφητί — Μ επίρρ. ψηλαφητά, ψηλαφώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφητός + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ατιμωρητ ί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”